- δακτυλίς
- η (AM δακτυλίς) [δάκτυλος]νεοελλ.γένος φυτών που ανήκει στα αγρωστώδημσν.1. το δάχτυλο2. το δαχτυλίδιαρχ.είδος σταφυλιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δακτυλίδι — δακτυλίς grape fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλίδος — δακτυλίς grape fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek